ουραίος

ουραίος
(I)
-α, -ο (ΑΜ οὐραῑος, -α, και -η, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή αυτός που βρίσκεται στην ουρά («το ουραίο πτερύγιο τών ψαριών»)
2. οπίσθιος, ακραίος, τελευταίος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ουραίο
στρ. εξάρτημα τού όπλου, σταθερό παλαιότερα στα εμπροσθογεμή τυφέκια, προσαρμοσμένο στην ουρά τής κάννης και κινητό στα μεταγενέστερα οπισθογεμή τυφέκια, το οποίο αποτελεί τμήμα τού κλείστρου
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ οὐραῑος
η ουρά
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ oὐραī
α) η ουρά
β) (για ψάρι) το άκρο τής ουράς
γ) το ακραίο τμήμα τού κόκκυγα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ oὐραīa
α) το τμήμα τού σώματος τών ψαριών που βρίσκεται στην περιοχή τής ουράς τους
β) το ακραίο σημείο μιας περιοχής («τὰ μὲν γὰρ ἐσπέρια καὶ οὐραῑα τής ὕλης Ταριχᾱνες οἰκοῡσιν», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αίος)].
————————
(II)
ο (Α οὐραῑος)
είδος δηλητηριώδους φιδιού, ο βασιλίσκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ουραίος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά: Ουραίο πηδάλιο του αεροσκάφους. 2. ως ουσ., ουραίο, το εξάρτημα του στρατιωτικού τουφεκιού: Κινητό ουραίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οὐραῖον — οὐραῖος of the tail masc acc sg οὐραῖος of the tail neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐραῖα — οὐραῖος of the tail neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐραῖαι — οὐραῖος of the tail fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐραῖοι — οὐραῖος of the tail masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐραία — οὐραίᾱ , οὐραία fem nom/voc/acc dual οὐραίᾱ , οὐραία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) οὐραί̱ᾱ , οὐραῖος of the tail fem nom/voc/acc dual οὐραί̱ᾱ , οὐραῖος of the tail fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐραίας — οὐραίᾱς , οὐραία fem acc pl οὐραίᾱς , οὐραία fem gen sg (attic doric aeolic) οὐραί̱ᾱς , οὐραῖος of the tail fem acc pl οὐραί̱ᾱς , οὐραῖος of the tail fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐραίων — οὐραί̱ων , οὐραῖος of the tail fem gen pl οὐραί̱ων , οὐραῖος of the tail masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐραῖον — οὐραῖον , οὐραῖος of the tail masc acc sg οὐραῖον , οὐραῖος of the tail neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Uraeus — Mask of Tutankhamun s mummy featuring a uraeus from the eighteenth dynasty when the cobra image of Wadjet from the original uraeus had been joined by the white vulture image of Nekhbet because of the unification of Lower and Upper Egypt The… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”